KΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ REPORT
ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ
ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Πρόλογος & Κύρια Ευρήματα

Κέλλυ Κική
Δημοσιογράφος Δεδομένων - Project Manager iMEdD Lab


To ερώτημα εάν η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα μπορεί να φέρει κάποιον επαγγελματία του χώρου σε αμηχανία –καταρχάς επειδή συχνά είναι συζητήσιμο τι ακριβώς χαρακτηρίζεται ως «λειτούργημα» γενικά. Εάν συμφωνήσουμε ότι λειτούργημα αποτελεί το επάγγελμα με ευρύ και σοβαρό κοινωνικό ρόλο, το οποίο κανείς ασκεί αποστασιοποιημένος από το γεγονός του καταναγκασμού και χωρίς να στοχεύει μόνο στο ύψος της αμοιβής που αναλογεί στο προσφερόμενο κοινωνικό αγαθό, τότε ίσως γίνεται πιο ξεκάθαρο ποια είναι η αξιακή βάση του ερωτήματος.

Και πάλι, όμως, τι απαντά κανείς, όταν στην πράξη ασκεί τη δημοσιογραφία υπό συνθήκες που φέρνουν τη χώρα του τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στην ελευθερία του Τύπου και στην 108η θέση παγκοσμίως, σε σύνολο 180 χωρών ανά τον πλανήτη; Τι αποκρίνονται όσοι και όσες δημοσιογραφούν σε μια εποχή που η απώλεια της εμπιστοσύνης στην ενημέρωση αποτελεί γενική ομολογία και που ο χαρακτηρισμός των μέσων ενημέρωσης ως «τέταρτη εξουσία» συχνά χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο, όχι για να υπενθυμίσει κανείς ότι ο Τύπος ελέγχει τις εξουσίες για το δημόσιο συμφέρον, αλλά για να στηλιτεύσει τη διαπλοκή του με αυτές;

Δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει κανείς με ασφάλεια την απόκριση της δημοσιογραφικής κοινότητας. Ίσως δύσκολα θα μπορούσε κανείς να έχει την προσδοκία μιας συλλογικής απάντησης που να μας γυρνά στις βασικές μας αξίες. Και όμως, στην πλειονότητά τους (71,5%), οι ερωτώμενοι δημοσιογράφοι απάντησαν θετικά, ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Συγκριτικά, οι γυναίκες (79%) το πιστεύουν περισσότερο από τους άντρες (67,5%), όπως και οι νεότεροι έναντι των μεγαλύτερων, δεδομένου ότι στην ηλικιακή ομάδα 17 - 34 ετών θετικά απαντά το 80%.

Η θέση του δείγματος στο ερώτημα αυτό φαίνεται να συνάδει με τους λόγους που έχουν οι ερωτώμενοι να ασκούν το επάγγελμα, αφού επ’ αυτού οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις είναι «θεωρώ ότι είναι επάγγελμα που απαιτεί υπευθυνότητα και ηθική ακεραιότητα, και μπορώ να συμβάλλω πολύ σε αυτό», «μου αρέσει να ενημερώνω τον κόσμο» και «με κινητοποιεί ότι ασκώ επάγγελμα με αυξημένο κοινωνικό αντίκτυπο».

Infographic που αναδεικνύει επιλεγμένα ευρήματα της έρευνας. Εικονογράφηση: Ευγένιος Καλοφωλιάς/iMEdD

Ωστόσο, χάσμα μεταξύ αξιών και καθημερινής πρακτικής αρχίζει να διαφαίνεται, όταν οι συμμετέχοντες απαντούν σε ειδικότερες ερωτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που ασκείται το επάγγελμα. Αν και στη συντριπτική πλειονότητά τους (87%) εμπιστεύονται τις πηγές τους, σχεδόν έξι στους δέκα δημοσιογράφους (58,5%) δεν εμπιστεύονται την ασκούμενη δημοσιογραφία. Μάλιστα, αυτό είναι άποψη που εκφράζει όλες τις ηλικιακές ομάδες και όλα τα μισθολογικά κλιμάκια. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ το ποσοστό δυσπιστίας είναι 55% ανάμεσα σε όσους αμείβονται με περισσότερα από 2.000 ευρώ μηνιαίως, αυξάνεται στους χαμηλόμισθους: το 67,5% όσων αμείβονται με λιγότερα από 500 ευρώ μηνιαίως και το 60% των επαγγελματιών με καθαρό μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 501 και 800 ευρώ δεν εμπιστεύεται την ασκούμενη δημοσιογραφία.

Αν και, από το σύνολο των ερωτώμενων, το 59% δηλώνει ικανοποιημένο από το αντικείμενο της δουλειάς του στην καθημερινότητα, το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 64,5% για τους/τις ρεπόρτερ και στο 67% για όσους βρίσκονται σε επιτελικές θέσεις (περιλαμβανομένης της αρχισυνταξίας και της διεύθυνσης σύνταξης), ενώ μειώνεται στο 55% για όσους εργάζονται σε τμήμα σύνταξης ειδήσεων. Αντίστοιχα, το 65,5% των εργαζομένων σε εφημερίδες δηλώνει ικανοποιημένο από το καθημερινό του αντικείμενο, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 60,5%, όταν πρόκειται για εργαζόμενους τόσο σε ιστοσελίδες όσο και σε τηλεοπτικούς/ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Αν και οι ερωτώμενοι δηλώνουν, σε γενικές γραμμές, ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα του δικού τους δημοσιογραφικού έργου (82,5%), περισσότεροι από τους μισούς θεωρούν ότι το έργο που παράγεται από συναδέλφους δεν είναι αξιέπαινο (57,5%) και ότι οι ανώτεροί τους ιεραρχικά δεν είναι ικανοί (54%) ή/και έμπιστοι (56%). Παράλληλα, εννέα στους δέκα συμμετέχοντες στην έρευνα (91,5%) πιστεύουν ότι το κοινό δεν εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους.

Και έπειτα αναρωτιέται κανείς: αυτή τη δημοσιογραφία, που φαίνεται να μη διακατέχεται από την αρχή της εμπιστοσύνης σε κανένα μέτωπο, οι ίδιοι οι λειτουργοί της πώς την ασκούν, πόσο πιστοί (τους επιτρέπεται να) μένουν σε αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και πόσο συχνά αντιμετωπίζουν καταστάσεις αντίθετες με τη δημοσιογραφική ηθική τους;

Σύμφωνα με αποκρίσεις που έδωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, το 35% δεν κάνει πάντα χρήση πηγών, προκειμένου να επιβεβαιώσει μια καταρχάς πληροφορία. Το 66% δεν ελέγχει πάντα πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε δελτία Τύπου πριν να τις δημοσιεύσει. Το 24% «μερικές φορές» δημοσιεύει, ενυπόγραφα ή ανυπόγραφα, θέματα ή πληροφορίες συναδέλφων από άλλα μέσα, χωρίς να έχει προηγηθεί δικό του ρεπορτάζ σχετικά –και το 10,5% το κάνει συστηματικά. Μάλιστα, ενώ το 65,5% όσων εργάζονται σε εφημερίδα και το 62,5% όσων εργάζονται στη ραδιοτηλεόραση αποκρίνεται ότι δεν εφαρμόζει «ποτέ» αυτήν την πρακτική, το αντίστοιχο ποσοστό μειώνεται στο 54,5%, όταν πρόκειται αποκλειστικά για τους εργαζόμενους σε ιστοσελίδες. Την ίδια στιγμή, ενώ οι ρεπόρτερ απαντούν «ποτέ» στην ίδια ερώτηση κατά 72,5%, το αντίστοιχο ποσοστό «πέφτει» στο 49%, όταν πρόκειται αποκλειστικά για όσους εργάζονται στη σύνταξη ειδήσεων. Το 22% των δημοσιογράφων δηλώνει ότι χρησιμοποιεί, ενίοτε (17,5%) ή συστηματικά (3,5%), αθέμιτα μέσα, για να αποκτήσει μια πληροφορία. To 19,5% παραδέχεται ότι αλλοιώνει ή αποκρύπτει πληροφορίες, ενίοτε (12,5%) ή συστηματικά (7%), προκειμένου το θέμα του να έχει περισσότερη απήχηση στο κοινό. Ενώ το 91% δηλώνει ότι δεν δημοσιεύει «ποτέ» ηθελημένα ψευδείς ειδήσεις, μόλις το 65% αποκρίνεται επίσης «ποτέ», όταν το ερώτημα είναι περί αθέλητης μετάδοσης ψευδών ειδήσεων.

Παράλληλα, έξι στους δέκα συμμετέχοντες θεωρούν ότι οι ανώτεροί τους ιεραρχικά αλλοιώνουν, «μερικές φορές» (40,5%) ή συνέχεια (22,5%), το δημοσιογραφικό έργο τους και, γι’ αυτό, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έρχονται σε αντιπαράθεση μαζί τους. Η πλειονότητα των δημοσιογράφων (65%) δηλώνει ότι λογοκρίνεται από τους ανωτέρους της, «μερικές φορές» (36%) ή διαρκώς (29%), για ζητήματα που άπτονται συμφερόντων ή ιδεών είτε των προϊσταμένων είτε του μέσου ενημέρωσης. Την ίδια στιγμή, το 57,5% του δείγματος αποκρίνεται ότι λογοκρίνεται από τους ανώτερους ιεραρχικά, «μερικές φορές» (31%) ή συνέχεια (26,5%), ως απόρροια πολιτικής παρέμβασης –το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο συνολικά 63,5%, όταν η ανάλυση εστιάζει στους εργαζόμενους σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Η λεγόμενη ως «αυτολογοκρισία» αναδεικνύεται, επίσης, σε μεγάλο πρόβλημα για τη δημοσιογραφική κοινότητα, με το 80% να απαντά θετικά, ότι αυτολογοκρίνεται («μερικές φορές»: 48%, «πολύ συχνά»/«πάντα»: 32%), ενώ το 39% δηλώνει ότι αλλοιώνει ή αποκρύπτει πληροφορίες, επειδή γνωρίζει ότι οι εργοδότες του θα ήταν αντίθετοι με τη μετάδοσή τους.

Η εικόνα των εργασιακών συνθηκών συμπληρώνεται από τρία ευρήματα: πρώτον, το 48% δηλώνει πως, ενίοτε (27%) ή διαρκώς (21%), φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του εξαιτίας θεμάτων που επιλέγει να καλύψει. Δεύτερον, οκτώ στους δέκα απαντούν ότι, «μερικές φορές (47%)» ή διαρκώς (32,5%), λόγω χρονικής πίεσης, δημοσιεύουν θέματα ή πληροφορίες που θα ήθελαν να έχουν ερευνήσει περαιτέρω. Τρίτον, το 55% των δημοσιογράφων δεν πληρώνεται πάντοτε στην ώρα του.

Και, βέβαια, εύλογο είναι να διερωτηθεί κανείς πώς μπορεί να υπερασπιστεί την επαγγελματική ακεραιότητά του, όταν αυτή θίγεται: Η απόσυρση της υπογραφής από το εκάστοτε ρεπορτάζ, ο διαπληκτισμός και η συναδελφική αλληλεγγύη/αυτοοργανωμένη συλλογική αντίδραση είναι οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις του δείγματος, όταν ερωτάται ποιοι είναι ρεαλιστικοί τρόποι αντίστασης σε πρακτικές του μέσου ή των ανωτέρων του που είναι αντίθετες με τη δημοσιογραφική ηθική του. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν προβεί «ποτέ» στο πρόσφατο παρελθόν σε αυτές τις πρακτικές αντίδρασης είναι συγκριτικά αυξημένα στις νεότερες ηλικιακές ομάδες και στους χαμηλόμισθους.

«Τα μέσα εξυπηρετούν συμφέροντα και ο κόσμος έχει ταυτίσει τους δημοσιογράφους με τα μέσα στα οποία εργάζονται» και «οι δημοσιογράφοι έχουν αναπτύξει αμφιλεγόμενες σχέσεις με την πολιτική εξουσία» είναι, μεταξύ άλλων, οι δημοφιλέστερες αποκρίσεις των συμμετεχόντων, όταν ερωτώνται ποιοι είναι οι παράγοντες που έχουν κάνει το κοινό να χάσει την εμπιστοσύνη του στους δημοσιογράφους. Αντίστοιχα, σε ερώτηση σχετικά με τους παράγοντες που θα συνεισφέρουν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού, οι συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, κυρίως απαντούν ότι χρειάζεται τα μέσα ενημέρωσης, αφενός, «να σταματήσουν να δέχονται παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία» και, αφετέρου, «να ενδιαφέρονται περισσότερο για το δημοσιογραφικό περιεχόμενο και λιγότερο για το κέρδος ή/και την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων».

Άλλωστε, στην ενότητα περί των σχέσεων δημοσιογραφίας και πολιτικής, αποτυπώνεται ξεκάθαρα η άποψη της δημοσιογραφικής κοινότητας ότι στη χώρα μας υπάρχει υπερβολική εξάρτηση, τόσο των δημοσιογράφων όσο και των μέσων ενημέρωσης, από τις κυβερνήσεις ή/και τα κόμματα ευρύτερα (άνω του 90% απαντά θετικά, σε κάθε περίπτωση). Μάλιστα, σχεδόν ομόφωνα (96,5%) το δείγμα αποκρίνεται ότι ακριβώς αυτή η εξάρτηση έχει κοστίσει ως προς την εμπιστοσύνη του κοινού, ενώ το 70,5% των δημοσιογράφων λέει ότι η επιστροφή συναδέλφων στο επάγγελμα μετά την ενασχόληση των ίδιων με την ενεργό πολιτική είναι κάτι «προβληματικό».

Η εν λόγω μελέτη, που παρουσιάζεται μαζί με την αντίστοιχη έρευνα κοινού για την εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία, επιχειρεί μια σπάνια χαρτογράφηση των απόψεων, των συμπεριφορών και των βιωμάτων των ίδιων των δημοσιογράφων. Επιχειρεί, δηλαδή, μια χαρτογράφηση των παραγόντων που επηρεάζουν την εμπιστοσύνη (τους) στη δημοσιογραφία –τουλάχιστον, όπως οι ίδιοι τους αντιλαμβάνονται, τους καταγράφουν και τους (συν)διαμορφώνουν, στο μέτρο που αντιστοιχεί στον καθένα ανάλογα με τον ρόλο και τις επιλογές του. Ευχής έργο θα είναι η έρευνα να αποτελέσει εφαλτήριο για μια ευρύτερη συζήτηση (αυτο)κριτικής και αναζήτησης διεξόδων ή και να δημιουργήσει ανοιχτά ερωτήματα προς περαιτέρω διερεύνηση. Με αυτές τις σκέψεις ήταν, άλλωστε, που εμείς στο iMEdD αποφασίσαμε αυτό το ερευνητικό εγχείρημα, ενόψει τότε της Διεθνούς Εβδομάδας Δημοσιογραφίας 2022. Δεν θα μπορούσαμε να μην ευχαριστήσουμε για τη συνεργασία της τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η οποία ανέλαβε τη διεξαγωγή της έρευνας και, φυσικά, την ανάλυση των δεδομένων που παρουσιάζονται στις επόμενες σελίδες.